Η ιστορία του κεριού
Το κερί ήταν ένα από τα πρώτα μέσα παραγωγής φωτισμού. Η χρήση και η εξέλιξη του κεριού ξεκινάει από την προϊστορική εποχή. Η κηροπλαστική ήταν ένας κλάδος τέχνης γνωστός στους Αιγύπτιους, τούς Πέρσες, στους ανατολικούς λαούς και φυσικά στους Έλληνες.
Στην αρχαία Ελλάδα οι κηροτέχνες έφτιαχναν κυρίως ανθρώπινα ομοιώματα, στέφανα, άνθη κ.α τα οποία χρησιμοποιούσαν σε θρησκευτικές γιορτές. Λέγετε ότι οι Ρωμαίοι ήταν αυτοί που έφτιαξαν πρώτοι κεριά με φιτίλι, για να φωτίζουν τα σπίτια τους, τούς τόπους λατρείας,αλλά και να οδηγούν τούς ταξιδιώτες την νύχτα. Ως τότε τα κεριά φτιαχνόταν από λίπος που συνέλεγαν από βοοειδή και πρόβατα, ενώ κάποιοι άλλοι από το λίπος της φάλαινας. Αργότερα ανακάλυψαν ένα υλικό το οποίο παραγόταν από τις μέλισσες. Το μελισσοκέρι ήταν αυτό που ήρθε να υπερτερήσει έναντι των προηγούμενων, αφού τα πλεονεκτήματα του ήταν εμφανεί από αυτών με το λίπος.
Η χρήση των κεριών απέκτησε θρησκευτική διάσταση, και οι Χριστιανοί ήταν αυτοί που τα συνέδεσαν καθαρά με τις λειτουργικές τους ανάγκες δίνοντας τούς πανηγυρικό χαρακτήρα στις μεγάλες χριστιανικές γιορτές και τελετές.
Το 1850 ανακαλύφθηκε το κερί παραφίνης το οποίο παραγόταν με την διαδικασία διύλισης του ιζήματος που έμενε μετά από την απόσταξη του αργού πετρελαίου. Το κερί παραφίνης ήταν αυτό πού είχε σχεδόν ίδια χαρακτηριστικά καύσης με αυτά των μελισσών, αλλά πολύ χαμηλότερο κόστος, και αυτό ήταν η σημαντικότερη αιτία για την οποία διαδόθηκαν και πωλούνται περισσότερο ακόμα και στις μέρες μας.
Παραφίνη
Η παραφίνη ή αλλιώς κορεσμένοι υδρογονάνθρακες ή αλκάνια, είναι μείγμα υδρογονανθράκων το οποίο είναι μέρος του υπολείμματος της κλασματικής αποστάξεως των πετρελαίων. Το όνομά της οφείλεται στη μικρή χημική δραστηριότητά της. Η παραφίνη απομονώθηκε για πρώτη φορά στις αρχές του 18ου αι. από τον Φουκς. Παραλαμβάνεται από το υπόλειμμά της κλασματικής απόσταξης των πετρελαίων, το οποίο καθαρίζεται με συνεχείς κατεργασίες με καυστικό νάτριο και θειικό οξύ και με πλύσεις με νερό. Στο τέλος καθαρίζεται με υπέρθερμους υδρατμούς και αποχρωματίζεται με ζωικό άνθρακα.
Η παραφίνη διακρίνεται ανάλογα με το σημείο τήξεως σε μαλακή (σημείο τήξης 45-50οC), σε σκληρή (σημείο τήξης 50-60οC) και σε υγρή ή παραφινέλαιο. Είναι μία ύλη λευκή, σκληρή ή μαλακή, στερεή, άοσμη, άγευστη, αδιάλυτη στο νερό, αλλά διαλυτή (υγρό) σε ορισμένους οργανικούς διαλύτες. Προέρχεται από πετρέλαιο άνθρακα ή πετρέλαιο σχιστόλιθου, και αποτελείται από ένα μίγμα μορίων (υδρογονανθράκων), που περιέχουν μεταξύ είκοσι και σαράντα άτομα άνθρακα. Είναι στερεή σε θερμοκρασία δωματίου και αρχίζει να τήκεται πάνω από περίπου 37 ° C (99 ° F)? το σημείο βρασμού του είναι> 370 ° C (698 ° F).
Η υγρή παραφίνη είναι σώμα άχρωμο, ελαιώδες, άοσμο, που χρησιμοποιείται σαν καθαρτικό. Είναι συστατικό του ορυκτού οζοκηρίτης, από το οποίο παλαιότερα την έπαιρναν με απόσταξη. Η σκληρή χρησιμοποιείται κυρίως για την παρασκευή κεριών, αλλά και σαν μονωτική ύλη. Η μαλακή χρησιμοποιείται λιγότερο για κάποια είδη κεριών, λιπαντική αλλά και σαν προστατευτική τροφίμων, ανάλογα την επεξεργασία της. Η υγρή ή αλλιώς παραφινέλαιο, ανάλογα την επεξεργασία τις, έχει καθαρτική και φαρμακευτική χρήση, αλλά ώς περισσότερο γνωστή για φωτιστική χρήση. Ο διαχωρισμός τις από την ακατέργαστη παραφίνη γίνεται με την μέθοδο της κρυστάλλωσης. Στην μέθοδο αυτή η ακατέργαστη παραφίνη θερμαίνεται κι αφού αναμιχθεί με έναν η και περισσότερους διαλύτες, στη συνέχεια καθώς ψύχεται το κερί κρυσταλλοποιείται αφήνοντας το έλαιο διαλυμένο. Το κερί παραφίνης εκτός από εξαιρετικό ,μονωτικό υλικό είναι και επίσης εξαιρετικό υλικό αποθήκευσης θερμότητας. Η ιδιότητα αυτή αξιοποιείται σαν οικοδομικό υλικό για το σπίτι, η οποία εγχέεται σε μία τροποποιημένη γυψοσανίδα, με αποτέλεσμα να λιώνει κατά την διάρκεια τις ημέρας απορροφώντας τη θερμότητα, και να στερεοποιείται ξανά την νύχτα απελευθερώνοντας τη θερμότητα. (θερμοχωρητικότητα: 2.14 έως 2.9 jaul ανά γραμμ. Kelvin) (Θερμότητα τήξης: 200 -220 jaul).
Η παραφίνη έχει ακόμα αρκετές χρήσεις:
- Χρησιμοποιείται σε εργαστήρια παθολογίας, για τον εμποτισμό των ιστών για προστασία πρίν την κοπή τους σε λεπτά δείγματα.
- Σε επιστρώσεις σε χαρτί ή ύφασμα για γυαλιστερές επιφάνειες.
- Στήν επικάλυψη τροφίμων (τυριών κ.α).
- Στον εμποτισμό των κυψελών για προστασία από των κηρόσκωρο.
- Σαν σφραγιστικό (βάζα, δοχεία, φιάλες κ.α).
- Σε διάφορα εκρηκτικά για την σταθεροποίηση τους.
- Ως στερεό προωθητικό των υβριδικών κινητήρων των πυραύλων.
- Ως συστατικό πρόσφυσης για ιστιοσανίδες-σερφινγκ-σκι-σνόουμπορντ.
- Σε αντικείμενα από καουτσούκ για πρόληψη και αποφυγή ρωγμών.
- Σε πολλά καλλυντικά προϊόντα ενυδάτωσης και περιποίησης.
- Στην επικάλυψη των πηνίων ταλαντωτή για πρόληψη μικροφωνικής διαμόρφωσης (FM ραδιόφωνα).
- Σε επιφάνειες στιλβωμένου χάλυβα και σιδήρου για αποτροπή οξείδωσης.
- Στην κάλυψη των μαγνητών της κιθάρας για μείωση της μικροφωνικής ανάδρασης που προκαλείται από τις ανεπαίσθητες κινήσεις.
- Σε αρκετά πλαστικά είδη και σκεύη για περισσότερη αντοχή και προστασία από σκασίματα.
- Σε ιατροδικαστικές έρευνες στό τεστ του νιτρικού, χρησιμοποιώντας το κερί παραφίνης για την ανίχνευση νιτρικών και νιτρώδη στο χέρι ενός υπόπτου για πυροβολισμό.
Αυτά και ίσως πολλά περισσότερα να είναι αυτά που δεν γνωρίζουμε σχετικά με την χρήση της παραφίνης, πέραν της πιο διαδεδομένης της χρήσης που είναι η κατασκευή κεριών.
Προσοχή η παραφίνη διακρίνεται σε διάφορες ποιότητες, ανάλογα με την επεξεργασία της.
Μη χρησιμοποιείται οποιαδήποτε παραφίνη σε πράγματα που έχουν να κάνουν με την ανθρώπινη υγεία.
Κερί Μέλισσας
Το κερί παράγεται από ειδικούς αδένες της μέλισσας οι οποίοι έχουν σκοπό από την μία να κατασκευάσουν τα εξαγωνικά κελιά στα οποία αποθηκεύεται το μέλι, η γύρη και βασιλικός πολτός, και από την άλλη να επιδιορθώσουν ρωγμές και οπές που μπορεί να προκληθούν στο μελίσσι.
Το κερί είναι ένα μίγμα από 300 περίπου ουσίες (υδρογονάνθρακες, μονοϋδρικές αλκοόλες, λιπαρά οξέα, υδροξυοξέα, διόλες) που είναι απίθανο να συνθέσει ο άνθρωπος. Εκκρίνεται σε λέπια από τους κηρογόνους αδένες της μέλισσας που βρίσκονται στο θώρακά της και το πλάθει με τα πόδια και τις σιαγόνες της χτίζοντας την κηρήθρα. Για την παραγωγή 1 κιλού κεριού καταναλώνουν 8 έως10 κιλά μέλι. Η κηροπλάστρια είναι νεαρή εργάτρια 10-15 ημερών. Οι μέλισσες είναι άριστοι κτίστες. Κρεμιούνται η μια από τα πόδια της άλλης, σχηματίζουν αλυσίδα και αρχίζουν με μαεστρία να χτίζουν κηρήθρες από πάνω προς τα κάτω. Από το ταβάνι προς το πάτωμα. Αντίθετα από ότι χτίζουν οι άνθρωποι. Τα κελιά της κηρήθρας τα χτίζουν πάντα σε σχήμα κανονικού εξαγώνου, χωρίς να ξεφεύγει χιλιοστό. Το σχήμα αυτό είναι οικονομικό, στέρεο και εκμεταλλεύεται καλύτερα το χώρο. Μια κηρήθρα ζυγίζει 130 γραμ.( μόνο το κερί) και συγκρατεί πάνω της γύρω στα τρία κιλά μέλι. Το κερί ποικίλη σε χρώματα, από ανοιχτό έως σκούρο κίτρινο αλλά και έως ωχρό καφέ. Αυτό εξαρτάται από την ποιότητα, την τροφή, το περιβάλλον, την εποχή, και την ποσότητα ξένων προσμίξεων που περιέχει. Το κερί της μέλισσας είναι το δεύτερο πιο σημαντικό παράγωγο της κυψέλης, και η κύρια ιδιότητα του μελισσοκεριού είναι η πυκνωτική του δύναμη.
Εκτός από τα κεριά και τις λαμπάδες, το βρίσκουμε σε καλλυντικά, κρέμες, αλοιφές, φαρμακευτικά σκευάσματα, βερνίκια, γυαλιστικά αυτοκινήτων και επίπλων, φίλτρα τσιγάρων (μπορεί να συγκρατεί την πίσσα χωρίς να επηρεάζει το άρωμα του καπνού) και σε πολλές άλλες ιστορικά χρήσεις.
Η χρησιμότητα το κεριού αποδεικνύεται και από την ιατρική επιστήμη όπου χρησιμοποιούμενο σαν φαρμακευτική ουσία έδωσε πολύ καλά αποτελέσματα σε προβλήματα χρόνιας μαστίτιδας, στο έκζεμα, σε εγκαύματα, πληγές, και δερματικές παθήσεις όπως δερματίτιδα, ακμή, και θυλακίτιδα. Χρησιμοποιείται ακόμα για θεραπεία αρθρίτιδας, ωτίτιδας, φλεγμονής της ρινικής περιοχής, και βρογχικό άσθμα, ενώ φαίνεται να έχει και ισχυρές αντιμικροβιακές ιδιότητες κατά ορισμένων βακτηρίων όπως η σαλμονέλα. Επίσης έχει ιδιότητες μαλακτικές, αντιφλεγμονώδεις, αντισηπτικές, επουλωτικές, και βοηθά το δέρμα να έχει απαλή και ελαστική δομή. Όλες αυτές οι ιδιότητες σχετίζονται με τις ουσίες του κεριού και σε συνδυασμό με τις ποσότητες πρόπολης που βρίσκονται σε κάθε κελί της κηρήθρας.
|